- κατατόπιση
- η [κατατοπίζω]1. κατατοπισμός, καθοδήγηση, προσανατολισμός2. μτφ. διαφώτιση, πληροφόρηση, ενημέρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατόπιση — η ενημέρωση: Είναι νέος και χρειάζεται κατατόπιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
κατατοπισμός — ο [κατατοπίζω] κατατόπιση* … Dictionary of Greek
κατατοπιστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην κατατόπιση, ενημερωτικός, διαφωτιστικός. επίρρ... κατατοπιστικά με τρόπο κατατοπιστικό … Dictionary of Greek
κατατόπισμα — το [κατατοπίζω] κατατόπιση* … Dictionary of Greek
ξενάγηση — η (Α ξενάγησις) [ξεναγώ] νεοελλ. η περιήγηση και η κατατόπιση ξένων επισκεπτών στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου αρχ. η στρατολόγηση ξένων μισθοφόρων … Dictionary of Greek
ξεναγία — η (Α ξεναγια) [ξεναγός] η περιήγηση, η κατατόπιση και η εξυπηρέτηση τών ξένων σε μια χώρα, ξενάγηση αρχ. 1. η αρχηγία μισθοφορικών στρατευμάτων 2. (στους Κρήτες) σύνταγμα 3. δύναμη δύο ψιλαγιών, δηλαδή σωμάτων με 250 ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες … Dictionary of Greek